- νικαίος
- νικαῑος, -αία, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νίκη, ο σχετικός με τη νίκη2. αυτός που δίνει τη νίκη, που φέρνει τη νίκη («Παλλὰς νικαία» Νόνν.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικαῑονμνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νίκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].
Dictionary of Greek. 2013.